- κατεργάζεσθαι
- κατεργάζομαιeffect by labourpres inf mpκατεργάζομαιeffect by labourpres inf mp (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεργάζομαι — (AM κατεργάζομαι) επεξεργάζομαι ένα υλικό για να κατασκευάσω κάτι από αυτό (α. «κατεργάζομαι τον χαλκό» β. «κατεργασμένο ατσάλι» γ. «τὸν κατειργασμένον σῑτον», Διον. Αλ. δ. «μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με ενεργ. και… … Dictionary of Greek
επανεμώ — ἐπανεμῶ, έω (Α) 1. κάνω εμετό επανειλημμένα, ξαναξερνώ 2. (για μηρυκαστικά) φέρνω ξανά την τροφή στο στόμα, αναχαράζω («αὖθις δ ἐκ ταύτης [τῆς γαστρὸς] ἐπανεμοῡν κατεργάζεσθαι τῷ στόματι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + εμώ «κάνω εμετό»] … Dictionary of Greek